- συνεγκωμιάζω
- συνεγ-κωμιάζω,A collaudo, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεγκωμιάζω — Α [ἐγκωμιάζω] εγκωμιάζω μαζί με κάποιον ή συγχρόνως … Dictionary of Greek